περιφθείρομαι

περιφθείρομαι
περιφθείρομαι, [voice] Pass.,
A to be utterly destroyed, Ph.2.627.
II wander about in destitution, Isoc.Ep.9.10, Lycurg.40.
III = τὰς φθεῖρας συλλέγω, Com. ap. Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιφθείρομαι — ΜΑ περιφέρομαι με κίνδυνο να καταστραφώ ή να καταστρέψω άλλους αρχ. 1. καταστρέφομαι από παντού, φθείρομαι τελείως 2. μαζεύω τις ψείρες, ψειρίζομαι 3. (κατά τον Ησύχ.) «μειοῡμαι, ἐλαττοῡμαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φθείρομαι «καταστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συμπεριφθείρομαι — Α [περιφθείρομαι] διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”